ταμιευτήρας

ταμιευτήρας
ο, Ν [ταμιεύω]
τεχνολ. δεξαμενή δυναμικής ενέργειας για την τροφοδότηση υδροηλεκτρικών σταθμών ή συγκέντρωσης νερού για την τροφοδότηση υδρευτικών και αρδευτικών δικτύων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”